- σκηνοθετώ
- -έω, Ν [σκηνοθέτης]1. εκτελώ τη σκηνοθεσία θεατρικού και, γενικότερα, καλλιτεχνικού έργου ή κινηματογραφικής ταινίας2. μτφ. προετοιμάζω και διενεργώ μια πράξη προκειμένου να παραπλανήσω ή να ενοχοποιήσω κάποιον («τα επεισόδια στη χθεσινή συγκέντρωση ήταν σκηνοθετημένα»).
Dictionary of Greek. 2013.